- βροχομετρικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη μέτρηση της βροχής: Διάφορα βροχομετρικά όργανα χρησιμοποιούνται από τους μετεωρολόγους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βροχομετρικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη μέτρηση της βροχής 2. εκείνος που γίνεται με βροχόμετρο … Dictionary of Greek
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Παρανά — I Πολιτεία της νότιας Βραζιλίας· στα Α βρέχεται από τον Ατλαντικό και συνορεύει με την Παραγουάη (με τον ποταμό Παρανά) και με την Αργεντινή στα Δ, με τις ομόσπονδες βραζιλιανές Πολιτείες Σάο Πάουλο στα Β, Μάτο Γκρόσο στα ΝΔ και Σάντα Καταρίνα… … Dictionary of Greek